- κρατῇσι
- κρατέωto be strongpres subj act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευρυβίας — εὐρυβίας και εὐρυβίης, ὁ (Α) ευρυσθενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + βιας (< βία), πρβλ. κρατησι βίας, υψι βίας] … Dictionary of Greek
κρατήσιππος — κρατήσιππος, ον (Α) αυτός που νικά σε ιπποδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κράτησι (< κρατῶ) + ίππος (< ἵππος), πρβλ. δαμάσ ιππος, ζεύξ ιππος] … Dictionary of Greek
κρατησίμαχος — κρατησίμαχος, ὁ (Α) ο νικητής σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. θρασύ μαχος, πολύ μαχος] … Dictionary of Greek
κρατησίπους — κρατησίπους, ουν (Α) αυτός που νικά σε αγώνα δρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καλλί πους, καμψί πους] … Dictionary of Greek
κρατησιβίας — κρατησιβίας, ὁ (Α) ρωμαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + βίας (< βία), πρβλ. ευρυ βίας, υψι βίας] … Dictionary of Greek
παμβίας — παμβίας, ου, ὁ (Α) αυτός που κατανικά τα πάντα («παμβίᾳ κεραυνῷ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + βία (πρβλ. κρατησι βίας)] … Dictionary of Greek